επιλογισμός

επιλογισμός
ἐπιλογισμός, ὁ (Α) [επιλογίζομαι]
1. υπολογισμός, λογαριασμός
2. σκέψη, παρατήρηση
3. συλλογισμός
4. συλλογισμός που μεταβάλλει προηγούμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιλογισμός — reckoning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογισμοῖς — ἐπιλογισμός reckoning masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογισμοῦ — ἐπιλογισμός reckoning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογισμούς — ἐπιλογισμός reckoning masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογισμῶν — ἐπιλογισμός reckoning masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογισμῷ — ἐπιλογισμός reckoning masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλογισμόν — ἐπιλογισμός reckoning masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • epilogismo — ► sustantivo masculino ASTRONOMÍA Cálculo o cómputo astronómico. * * * epilogismo (del gr. «epilogismós», razonamiento) m. Astron. Cálculo o cómputo. * * * epilogismo. (Del gr. ἐπιλογισμός, cálculo, razonamiento). m. Astr. cálculo (ǁ cómputo) …   Enciclopedia Universal

  • επιλόγισις — ἐπιλόγισις, ἡ (Α) ο επιλογισμός …   Dictionary of Greek

  • περιλογισμός — ὁ, Α επιλογισμός*, λογαριασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λογισμός (< λογίζομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”